οἰνοχόους

οἰνοχόους
οἰνόχοος
cupbearer
masc acc pl
οἰνοχόος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • виньникъ — ВИНЬНИК|Ъ1 (2*), А с. Тот, кто является причиной чего л.: Внидохъ въ житье зла(т)оустаго. иже долгоогл҃ань˫а нашего виньникъ. еп(с)ломъ [так!] всѣмъ (ὁ τῆς μακρηγορίας... αἴτιος) ПНЧ XIV, 92в; хлѣ(б) англ(с)кыи подающи(м). или словы малыми в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”